ανεμβολίαστος

ανεμβολίαστος
-η, -ο
αμπόλιαστος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανεμβολίαστος — η, ο μη εμβολιασμένος, αμπόλιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμβολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα] …   Dictionary of Greek

  • αβατσινάριστος — και αβατσίνιαστος και αβατσίνωτος, η, ο [βατσινάρω] αδαμάλιστος, ανεμβολίαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”